Εσείς!!!

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Η νύχτα που έγινα Αιγαλιώτισσα

Η τύχη μου με φύσηξε στου νότου το λημέρι ή τα όνειρα μου στην πρωτεύουσα με στείλαν; Ποιός στίχος άγγιζε την αλήθεια μου πιο βαθιά και ποιος άνεμος φύσηξε στέλνοντας την ανάσα του 550 χιλιόμετρα μακριά και πήρε μαζί και εμένα; Τότε, το Δεκέμβρη του ’07, όταν ήρθε το χαρτί τοποθέτησης και με ύφος αυστηρό και σοβαρό, τέτοιο που στη δημόσια διοίκηση ταιριάζει, έλεγε με σαφήνεια: "εάν δεν παρουσιαστείτε και αναλάβετε υπηρεσία εντός πέντε ημερών, θα ειδοποιηθεί ο επόμενος επιτυχών", δεν προλάβαινα να το σκεφτώ. Προλάβαινα μόνο, κι αυτό αν βιαζόμουνα, να πακετάρω λίγα πράγματα και να ψάξω να βρω σπίτι.

Από Αθήνα δεν ήξερα τίποτα. Τα δυτικά προάστια ήταν για μένα οι χαμένες ατλαντίδες στους ήλιους βλεφαρίδες που είχα ακούσει τον Κορκολή να τραγουδά στο διάλλειμα των παιδικών μου παιχνιδιών. Ρομαντικό έμοιαζε αλλά η πληροφορία χαρακτηρίζονταν μη αξιοποιήσιμη προς την κατεύθυνση της ανεύρεσης σπιτιού. Συνεπώς δεν τα διάλεξα τα δυτικά. Τυχαίο ήταν. Και το Αιγάλεω πιο τυχαίο ακόμη. Μου άρεσε όμως που είχε λάμδα το όνομά του, δεν την ξεπέρασα ποτέ την αδυναμία μου στο ενδέκατο και πιο μελωδικό γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Είχε όμως και φοινικοειδή και τα φοινικοειδή δεν ταιριάζουν με το ελληνικό τοπίο, έλεγα στην καλή και εντυπωσιακά υπομονετική στις παραξενιές μου φίλη που βοηθούσε ουσιαστικά να βρω σπίτι και να μην καταλήξω να ρωτάω τους περαστικούς σε ποια περιοχή βρίσκομαι, για να πάρω την λογική ομολογουμένως απάντηση: " αυτό δεν είναι επιχείρημα, σοβαρέψου, σε πέντε μέρες πρέπει να είσαι στη δουλειά".

Ευτυχώς αυτή η αγγελία έλεγε ώρες επικοινωνίας 10π.μ. με 10μ.μ. και δεν χρειαζόταν να μείνουμε άπραγες το μεσημέρι. Πριν καν δούμε το σπίτι, μιλήσαμε με τον ιδιοκτήτη, έναν συμπαθητικό κύριο και κυρίως χαμογελαστό και μου φάνηκε ότι ήμασταν σε καλό δρόμο. Η δουλειά του ήταν κάτω ακριβώς από το διαμέρισμα. Την ώρα που φτάσαμε δούλευε την εικόνα μιας μπεκάτσας σε ένα πρόγραμμα επεξεργασίας φωτογραφιών και παραξενεύτηκε που την αναγνώρισα. Σε πολύ λίγο έγινε ο σπιτονοικοκύρης μου και σήμερα, τρεισήμισι χρόνια μετά κατατάσσεται στην κατηγορία οικογένεια. Περάσαμε ώρες ατελείωτες να μιλάμε για χίλια δυο πράγματα. Το πρόσωπό του φωτίζοντας όμως όταν έλεγε για εκείνες τις μπεκάτσες της πρώτης μέρας και για το Αιγάλεω.

Για το Αιγάλεω όπως ήταν παλιά. Όπως το γνώρισε και το αγάπησε. Κι απ΄τα πυρωμένα λόγια ξεφεύγανε σπίθες που ανάψανε φωτιές ενδιαφέροντος, περιέργειας και τολμώ να πω αγάπη για τον νέο τόπο που θα γινόταν τόπος μου. Φωτιές σαν κι αυτή που αργότερα έμαθα ότι πηδούσαν του Αη-Γιάννη στο σταυροδρόμι που σχηματίζει αυτός ο δρόμος με το όνομα του νησιώτη ήρωα της επανάστασης που μένω και ο χιλιοφυτεμένος.

Στην αρχή αποστήθιζα πληροφορίες όπως ο πληθυσμός, η δημοτική αρχή, τα έργα, οι διάσημοι Αιγαλιώτες λες και επρόκειτο να δώσω εξετάσεις. Καλές δεν λέω οι πληροφορίες αλλά οι διηγήσεις των παλιών Αιγαλιωτών που ολοένα γνώριζα συντηρούσαν μέσα μου την εικόνα της γειτονιάς και της συμπαράστασης, του καημού και του μεροκάματου που γίνονταν πενιά και την πενία που καμιά φορά γινόταν δάκρυ. Δεν τα έβλεπα όλα στην καθημερινότητα, αλλά τα έψαχνα με λαχτάρα στο πανηγύρι του Εσταυρωμένου, στην πλατεΐτσα του Αγίου Σπυρίδωνα, στο αυτοκίνητο του δήμου που επικοινωνεί τη βραδινή παράσταση ακόμη και στου Τζιμάκου τα καρπούζια που είναι όλα μέλι.

Ένοιωθα την ανάγκη να υπερασπιστώ το Αιγάλεω σε όποιον τολμούσε να πει οτιδήποτε με αρνητικό πρόσημο. Δεν ήταν πολλοί. Μερικοί άτυχοι μόνο που δεν μύρισαν τις νεραντζιές να ανθίζουν στα πεζοδρόμια και ούτε περπάτησαν αφού έχει πέσει ο ήλιος στο Μπαρουτάδικο. Με τον καιρό, όλο και πιο πολύ παρακολουθούσα εκδηλώσεις, διάβαζα τον τοπικό τύπο, θύμωνα με τα κακώς κείμενα, σχολίαζα και συζητούσα την καθημερινότητα του Αιγάλεω, ότι κάνουν δηλαδή οι δημότες. Κι όλα αυτά τρέφανε τη σπίθα που μετουσιωνόταν σε αγάπη.

Η πόλη που με γέννησε και μ΄ ανάθρεψε, ήταν, είναι και θα είναι η πιο τρυφερή μου σκέψη, αλλά και αυτή εδώ η πατρίδα, που τυχαία τη βρήκα, που η ζωή μ΄ απίθωσε στην ποδιά της, άρχισε να κατακτά χώρο στην καρδιά μου. Μου ΄παν για το Ζαγοραίο και για το συγχωρεμένο το Ζαμπέτα, ότι είναι Αιγαλιώτες. Τώρα που το σκέφτομαι δεν θα μπορούσε να ΄ταν αλλιώς.

Λίγους μήνες πριν, ο καλός μου κι εγώ, ο οποίος σημειωτέων άφησε πίσω γονείς, φίλους και τη μικρή του επιχείρηση για να έρθει κοντά μου και θα τον ευχαριστώ πάντα, μεταφέραμε την οικογενειακή μας μερίδα στο δήμο που ζούμε τα τελευταία χρόνια. Την ημέρα που έγινε η αίτηση πήγα υποβασταζόμενη στο δημοτολόγιο και στην πρώτη βεβαίωση που πήρα ότι είμαι δημότισσα Αιγάλεω φορούσα μέσα στο γραφείο γυαλιά ηλίου για να κρύψω εκείνο το αυθάδικο δάκρυ. Και δεν ήταν έντονη συγκίνηση, ήταν λύπη βαθιά, όχι για εδώ που ήρθαμε αλλά για εκεί που φεύγαμε, είπαμε η γεννέτηρα πόλη πάντα θα ζει στην καρδιά. Ακολούθησαν πειράγματα από τους φίλους που ήξεραν. "Δηλαδή τώρα έγινες και επίσημα Αιγαλιώτισσα;" μου λέγανε. Κι εγώ το πήρα σοβαρά και ένιωσα ότι έχω πια ευθύνη και τυπικά να είμαι καλή δημότισσα, να έχω ακόμη πιο τεντωμένα μάτια και αυτιά και να είμαι διαθέσιμη, αν μπορώ να προσφέρω κάπου.

Κάτι έλειπε όμως. Ένα μικρό κάτι που θα έκανε τη διαφορά. Και αυτό το κάτι ήρθε και ολοκλήρωσε την πολιτογράφησή μου. Ήρθε μια νύχτα του Σεπτέμβρη που οργανώθηκε μια βραδιά αφιερωμένη στο Ζαμπέτα. Ο καλός μου κι εγώ, φτάνοντας λίγο οριακά σε σχέση με το χρόνο που ήταν προγραμματισμένη η εκδήλωση, βρήκαμε λίγο ελεύθερο χώρο και καθίσαμε στην πιο ψηλή κερκίδα, στο μεσαίο διάζωμα του "Αλέξη Μινωτή". Βλέπαμε τη σκηνή από μακριά βλέπαμε όμως και όλους όσους ήταν εκεί μαζί μας και είχαν έρθει για να τιμήσουν τον συμπολίτη τους αλλά να ακούσουν και όμορφη μουσική που μιλάει στις καρδιές. Αιγαλιώτες κάθε ηλικίας, ασπρομάλληδες και φαλακροί, περιποιημένες νεαρές, ακόμη και μικρά παιδιά στα καρότσια.

Ήταν η κόρη του εκεί, ο γιατρός του που δεν μπόρεσε ούτε μια ιστορία να μας πει από τη συγκίνηση αλλά με το μπουζούκι του τα είπε όλα, οι χορευτές του που κουβαλούσαν τη γλύκα των χρόνων τους και ψάχνανε χορεύοντας το Θανάση να σπάσει η γκαντεμιά. Η αφήγηση της ζωής του μπλεγμένη με τραγούδια ήταν η ιστορία του Αιγάλεω ή μήπως η ιστορία του Αιγάλεω ήταν η αφήγηση της ζωής του. Δεν ξέρω, πώς να χωρίσεις τα αχώριστα, ούτε και ο ίδιος θα ήθελε να ξεχωρίσει από το σίτι του. Άκουσα στίχους χαρούμενους και μελωδίες ξεσηκωτικές αλλά και τραγούδια που κρύβαν πόνο. Κι αυτός να μας κοιτάει από τη μεγάλη φωτογραφία αγκαλιά με το μπουζούκι του που προβάλλονταν αλλά και από εκεί ψηλά. Και να λένε για το σίτι, και να λένε για το Γιώργο και για το σίτι και για το Γιώργο και αυτός να γελά κάτω από το μικρό μουστακάκι του. Κι εγώ η ροκού να συγκινούμαι από τις πενιές και απ΄ το Ζαμπέτα, απ΄ τις πενιές και απ΄ το Αιγάλεω. Και να ξέρω ότι συμπληρώθηκε το κάτι που έλειπε και ότι τώρα πια είμαι Αιγαλιώτισσα. Και αν κανένας διαφωνεί τον παραπέμπω απλά στις μάνες που δεν γεννούν αλλά αναθρέφουν. Ένιωσα το Αιγάλεω να με υιοθετεί και να με κρατά στην αγκαλιά του.

Μέχρι να γυρίσουμε σπίτι σιγοτραγουδούσαμε ένα τραγούδι όχι του Ζαμπέτα αλλά και γι΄αυτόν. "Αιγαλεω σίτι, στο Ζαμπετοχώρι λατρεύουμε τη μπάλα και τις πενιές του Γιώργη… " Και τελικά και τα δυο τα λάτρευα από πριν έρθω εδώ. Δεν ξέρω πως θα ΄ρθουν τα πράγματα, πως θα τα φέρει η ζωή και αν θα μείνω ή θα φύγω από το Αιγάλεω, όπως και να’ χει είναι κομμάτι μου πια και ελπίζω να γίνω και εγώ κομμάτι του. Κι αν φύγω, όπως είπε και ο Ζαμπέτας: " πόσο θα ΄θελα να πάρω ένα κομμάτι απ΄ το Αιγάλεω μαζί μου, ένα κομμάτι που ΄χω μέσα στην ψυχή μου…" γιατί αν και τότε ήτανε τυχαία σήμερα θα ήταν σίγουρα συνειδητή επιλογή το σίτι.