Εσείς!!!
Κυριακή 22 Ιουλίου 2018
Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012
Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012
Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012
Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012
Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012
Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012
Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012
Συνταγή ! Σαλάτα με μαρούλι και ραπανάκι , ριζότο με κοτόπουλο και πάπρικα , και λουκουμάδες με πορτοκάλι !
Επειδή η φτωχιά θέλει
καλοπέραση σας παρουσιάζω ένα μενού
με πιάτα για όλες τις τσέπες , και φυσικά απολαυστικό ! Σαλάτα , με μαρούλι και ραπανάκι, για την όρεξη ! Ριζότο με κοτόπουλο και πάπρικα , δεν θέλει κόπο αλά τρόπο !
και γλυκό λουκουμάδες πορτοκάλι για πρωί , μεσημέρι απόγευμα και βράδυ ! Μμμμμ εγώ πάντως τα απόλαυσα τα πιάτα και σας τα παρουσιάζω ! Τα μοιράζομε για όλους !
Σαλάτα με ραπανάκια : Υλικά . 1 μεγάλο μαρούλι,3 ραπανάκια μικρά, 1 κρεμμύδι , 1/2 φλ. τσαγ. φιστίκια (αμερικάνικα ) 1/2 φλ. τσαγ. ελαιόλαδο . 1/2 φλ. τσαγ. ξίδι η λεμόνι . Εκτέλεση : Καθαρίζετε και κόβετε το μαρούλι . Κόβετε τα ραπανάκια σε λεπτές ροδέλες . Ψιλοκόβετε το κρεμμύδι και το ανακατεύετε με το μαρούλι , τα ραπανάκια και τα φιστίκια . Αναμιγνύετε με το ελαιόλαδο , το ξίδι η λεμόνι και λίγο αλάτι . Περιχύνετε το μείγμα τη σαλάτα και σερβίρετε !
Λουκουμάδες με πορτοκάλι : Υλικά . 1/2 κιλό αλεύρι που φουσκώνει μόνο του . 2 πορτοκάλια ( το χυμό τους ,λίγο ξύσμα )
1 κουταλάκι του γλυκού σόδα . 1 κουταλάκι του γλυκού μπέϊκιν (μέσα στο αλεύρι ) . Λίγο αλάτι . Λίγο νερό χλιαρό . καλαμποκέλαιο ( για τηγάνισμα ) και μέλι , κανέλα και σουσάμι για πασπάλισμα . Εκτέλεση : Στον χυμό πορτοκαλιού ρίχνουμε λίγο ξύσμα του , ρίχνουμε την σόδα και το αλάτι και ανακατεύουμε καλά . κατόπιν το ρίχνουμε στο αλεύρι ανακατεύοντας και προσθέτουμε το χλιαρό νερό για να σχηματιστεί ο χυλός . Στο καυτό λάδι του τηγανίζουμε και πασπαλίζουμε με μελί και αν θέλουμε κανέλα και σουσάμι .
Ριζότο με κοτόπουλο και πάπρικα : Υλικά . 1 λίτρο ζωμός κοτόπουλου . 125 ml λευκό κρασί της αρεσκείας σας . Λίγη πάπρικα 1/4 κουταλάκι του γλυκού συνήθως . 2 φιλέτα στήθους η περισσότερο στήθος κοτόπουλου, η αν θέλετε κρέας από μπούτια κοτόπουλου το ξεψαχνίζετε από το κόκαλο ,κομμένα σε
λεπτές λωρίδες . 1 κουτάλι ελαιόλαδο . 3κουταλιές βούτυρο. 3 πράσα ψιλοκομμένα. 400 γραμμάρια ρύζι για ριζότο . 60 γραμμάρια γραμμάρια φλούδες παρμεζάνας . Φυλλαράκια φρέσκου βασιλικού για το γαρνίρισμα αν έχουμε .
Εκτέλεση : Βάζετε τον ζωμό κοτόπουλου και το κρασί να βράσουν σε μεγάλη κατσαρόλα . Προσθέτετε την πάπρικα , χαμηλώνετε τη θερμοκρασία και διατηρείτε το μίγμα ζεστό .
Σε βαθύ τηγάνι τηγανίζετε το το κοτόπουλο στο ελαιόλαδο για πέντε λεπτά , γυρίζοντας μερικές φορές . Βγάζετε από το τηγάνι
και αφήνετε στην άκρη . Στο ίδιο τηγάνι βάζετε το βούτυρο και τα πράσα και τηγανίζετε για 25 λεπτά περίπου σε χαμηλή θερμοκρασία ανακατεύοντας μερικές φορές ώσπου να μαλακώσουν και να πάρουν χρώμα . Προσθέτετε το ρύζι για 3 λεπτά ανακατεύοντας συνέχεια . Προσθέτετε το μίγμα του ζωμού σιγά σιγά ( αφήνοντας κάθε φορά η μία δόση πριν βάλετε την επόμενη ) , ώσπου το ρύζι να μαλακώσει καλά , αλλά να κρατάει . Προσθέστε το κοτόπουλο , αλατοπιπερώνετε με πάπρικα η πιπέρι και σιγοβράζεται για 2 λεπτά . Τέλος όταν σερβίρετε βάζετε την παρμεζάνα και τα φυλλαράκια βασιλικού !
και ο κόπος σας θα τιμηθεί ! είμαι σίγουρος για αυτό !
Καλή χρονιά ! Επιμέλεια Φως Ιλαρόν
Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011
Χρόνια πολλά και ευλογημένα !
Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011
Από 600 μέχρι 1200 Με δυο πτυχία παίρνεις 1000 ευρώ.
Η κατανάλωση αρπάζει και ψυχές και εποχές.
Δανείσου λίγα και θα σε ρίξουν στα σκυλιά,
Κλέψε πολλά και θα σε κάνουν βασιλιά, σε μια βραδιά.
...Κόψε την πείνα σου και, φάε κάτι,
Και μην ρωτάς να μάθεις το μυστικό.
Ποιοι ρίχνουν νύχτα στις πληγές μας τ' αλάτι,
Ποιο είν' το αληθινό αφεντικό.
Το μεροκάματο που βλέπεις βουνό,
Υπάρχει τρόπος να το βγάλεις τριπλό,
Κανείς εδώ δεν ζει με ένα μισθό.
Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011
Η νύχτα που έγινα Αιγαλιώτισσα
Η τύχη μου με φύσηξε στου νότου το λημέρι ή τα όνειρα μου στην πρωτεύουσα με στείλαν; Ποιός στίχος άγγιζε την αλήθεια μου πιο βαθιά και ποιος άνεμος φύσηξε στέλνοντας την ανάσα του 550 χιλιόμετρα μακριά και πήρε μαζί και εμένα; Τότε, το Δεκέμβρη του ’07, όταν ήρθε το χαρτί τοποθέτησης και με ύφος αυστηρό και σοβαρό, τέτοιο που στη δημόσια διοίκηση ταιριάζει, έλεγε με σαφήνεια: "εάν δεν παρουσιαστείτε και αναλάβετε υπηρεσία εντός πέντε ημερών, θα ειδοποιηθεί ο επόμενος επιτυχών", δεν προλάβαινα να το σκεφτώ. Προλάβαινα μόνο, κι αυτό αν βιαζόμουνα, να πακετάρω λίγα πράγματα και να ψάξω να βρω σπίτι.
Από Αθήνα δεν ήξερα τίποτα. Τα δυτικά προάστια ήταν για μένα οι χαμένες ατλαντίδες στους ήλιους βλεφαρίδες που είχα ακούσει τον Κορκολή να τραγουδά στο διάλλειμα των παιδικών μου παιχνιδιών. Ρομαντικό έμοιαζε αλλά η πληροφορία χαρακτηρίζονταν μη αξιοποιήσιμη προς την κατεύθυνση της ανεύρεσης σπιτιού. Συνεπώς δεν τα διάλεξα τα δυτικά. Τυχαίο ήταν. Και το Αιγάλεω πιο τυχαίο ακόμη. Μου άρεσε όμως που είχε λάμδα το όνομά του, δεν την ξεπέρασα ποτέ την αδυναμία μου στο ενδέκατο και πιο μελωδικό γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Είχε όμως και φοινικοειδή και τα φοινικοειδή δεν ταιριάζουν με το ελληνικό τοπίο, έλεγα στην καλή και εντυπωσιακά υπομονετική στις παραξενιές μου φίλη που βοηθούσε ουσιαστικά να βρω σπίτι και να μην καταλήξω να ρωτάω τους περαστικούς σε ποια περιοχή βρίσκομαι, για να πάρω την λογική ομολογουμένως απάντηση: " αυτό δεν είναι επιχείρημα, σοβαρέψου, σε πέντε μέρες πρέπει να είσαι στη δουλειά".
Ευτυχώς αυτή η αγγελία έλεγε ώρες επικοινωνίας 10π.μ. με 10μ.μ. και δεν χρειαζόταν να μείνουμε άπραγες το μεσημέρι. Πριν καν δούμε το σπίτι, μιλήσαμε με τον ιδιοκτήτη, έναν συμπαθητικό κύριο και κυρίως χαμογελαστό και μου φάνηκε ότι ήμασταν σε καλό δρόμο. Η δουλειά του ήταν κάτω ακριβώς από το διαμέρισμα. Την ώρα που φτάσαμε δούλευε την εικόνα μιας μπεκάτσας σε ένα πρόγραμμα επεξεργασίας φωτογραφιών και παραξενεύτηκε που την αναγνώρισα. Σε πολύ λίγο έγινε ο σπιτονοικοκύρης μου και σήμερα, τρεισήμισι χρόνια μετά κατατάσσεται στην κατηγορία οικογένεια. Περάσαμε ώρες ατελείωτες να μιλάμε για χίλια δυο πράγματα. Το πρόσωπό του φωτίζοντας όμως όταν έλεγε για εκείνες τις μπεκάτσες της πρώτης μέρας και για το Αιγάλεω.
Για το Αιγάλεω όπως ήταν παλιά. Όπως το γνώρισε και το αγάπησε. Κι απ΄τα πυρωμένα λόγια ξεφεύγανε σπίθες που ανάψανε φωτιές ενδιαφέροντος, περιέργειας και τολμώ να πω αγάπη για τον νέο τόπο που θα γινόταν τόπος μου. Φωτιές σαν κι αυτή που αργότερα έμαθα ότι πηδούσαν του Αη-Γιάννη στο σταυροδρόμι που σχηματίζει αυτός ο δρόμος με το όνομα του νησιώτη ήρωα της επανάστασης που μένω και ο χιλιοφυτεμένος.
Στην αρχή αποστήθιζα πληροφορίες όπως ο πληθυσμός, η δημοτική αρχή, τα έργα, οι διάσημοι Αιγαλιώτες λες και επρόκειτο να δώσω εξετάσεις. Καλές δεν λέω οι πληροφορίες αλλά οι διηγήσεις των παλιών Αιγαλιωτών που ολοένα γνώριζα συντηρούσαν μέσα μου την εικόνα της γειτονιάς και της συμπαράστασης, του καημού και του μεροκάματου που γίνονταν πενιά και την πενία που καμιά φορά γινόταν δάκρυ. Δεν τα έβλεπα όλα στην καθημερινότητα, αλλά τα έψαχνα με λαχτάρα στο πανηγύρι του Εσταυρωμένου, στην πλατεΐτσα του Αγίου Σπυρίδωνα, στο αυτοκίνητο του δήμου που επικοινωνεί τη βραδινή παράσταση ακόμη και στου Τζιμάκου τα καρπούζια που είναι όλα μέλι.
Ένοιωθα την ανάγκη να υπερασπιστώ το Αιγάλεω σε όποιον τολμούσε να πει οτιδήποτε με αρνητικό πρόσημο. Δεν ήταν πολλοί. Μερικοί άτυχοι μόνο που δεν μύρισαν τις νεραντζιές να ανθίζουν στα πεζοδρόμια και ούτε περπάτησαν αφού έχει πέσει ο ήλιος στο Μπαρουτάδικο. Με τον καιρό, όλο και πιο πολύ παρακολουθούσα εκδηλώσεις, διάβαζα τον τοπικό τύπο, θύμωνα με τα κακώς κείμενα, σχολίαζα και συζητούσα την καθημερινότητα του Αιγάλεω, ότι κάνουν δηλαδή οι δημότες. Κι όλα αυτά τρέφανε τη σπίθα που μετουσιωνόταν σε αγάπη.
Η πόλη που με γέννησε και μ΄ ανάθρεψε, ήταν, είναι και θα είναι η πιο τρυφερή μου σκέψη, αλλά και αυτή εδώ η πατρίδα, που τυχαία τη βρήκα, που η ζωή μ΄ απίθωσε στην ποδιά της, άρχισε να κατακτά χώρο στην καρδιά μου. Μου ΄παν για το Ζαγοραίο και για το συγχωρεμένο το Ζαμπέτα, ότι είναι Αιγαλιώτες. Τώρα που το σκέφτομαι δεν θα μπορούσε να ΄ταν αλλιώς.
Λίγους μήνες πριν, ο καλός μου κι εγώ, ο οποίος σημειωτέων άφησε πίσω γονείς, φίλους και τη μικρή του επιχείρηση για να έρθει κοντά μου και θα τον ευχαριστώ πάντα, μεταφέραμε την οικογενειακή μας μερίδα στο δήμο που ζούμε τα τελευταία χρόνια. Την ημέρα που έγινε η αίτηση πήγα υποβασταζόμενη στο δημοτολόγιο και στην πρώτη βεβαίωση που πήρα ότι είμαι δημότισσα Αιγάλεω φορούσα μέσα στο γραφείο γυαλιά ηλίου για να κρύψω εκείνο το αυθάδικο δάκρυ. Και δεν ήταν έντονη συγκίνηση, ήταν λύπη βαθιά, όχι για εδώ που ήρθαμε αλλά για εκεί που φεύγαμε, είπαμε η γεννέτηρα πόλη πάντα θα ζει στην καρδιά. Ακολούθησαν πειράγματα από τους φίλους που ήξεραν. "Δηλαδή τώρα έγινες και επίσημα Αιγαλιώτισσα;" μου λέγανε. Κι εγώ το πήρα σοβαρά και ένιωσα ότι έχω πια ευθύνη και τυπικά να είμαι καλή δημότισσα, να έχω ακόμη πιο τεντωμένα μάτια και αυτιά και να είμαι διαθέσιμη, αν μπορώ να προσφέρω κάπου.
Κάτι έλειπε όμως. Ένα μικρό κάτι που θα έκανε τη διαφορά. Και αυτό το κάτι ήρθε και ολοκλήρωσε την πολιτογράφησή μου. Ήρθε μια νύχτα του Σεπτέμβρη που οργανώθηκε μια βραδιά αφιερωμένη στο Ζαμπέτα. Ο καλός μου κι εγώ, φτάνοντας λίγο οριακά σε σχέση με το χρόνο που ήταν προγραμματισμένη η εκδήλωση, βρήκαμε λίγο ελεύθερο χώρο και καθίσαμε στην πιο ψηλή κερκίδα, στο μεσαίο διάζωμα του "Αλέξη Μινωτή". Βλέπαμε τη σκηνή από μακριά βλέπαμε όμως και όλους όσους ήταν εκεί μαζί μας και είχαν έρθει για να τιμήσουν τον συμπολίτη τους αλλά να ακούσουν και όμορφη μουσική που μιλάει στις καρδιές. Αιγαλιώτες κάθε ηλικίας, ασπρομάλληδες και φαλακροί, περιποιημένες νεαρές, ακόμη και μικρά παιδιά στα καρότσια.
Ήταν η κόρη του εκεί, ο γιατρός του που δεν μπόρεσε ούτε μια ιστορία να μας πει από τη συγκίνηση αλλά με το μπουζούκι του τα είπε όλα, οι χορευτές του που κουβαλούσαν τη γλύκα των χρόνων τους και ψάχνανε χορεύοντας το Θανάση να σπάσει η γκαντεμιά. Η αφήγηση της ζωής του μπλεγμένη με τραγούδια ήταν η ιστορία του Αιγάλεω ή μήπως η ιστορία του Αιγάλεω ήταν η αφήγηση της ζωής του. Δεν ξέρω, πώς να χωρίσεις τα αχώριστα, ούτε και ο ίδιος θα ήθελε να ξεχωρίσει από το σίτι του. Άκουσα στίχους χαρούμενους και μελωδίες ξεσηκωτικές αλλά και τραγούδια που κρύβαν πόνο. Κι αυτός να μας κοιτάει από τη μεγάλη φωτογραφία αγκαλιά με το μπουζούκι του που προβάλλονταν αλλά και από εκεί ψηλά. Και να λένε για το σίτι, και να λένε για το Γιώργο και για το σίτι και για το Γιώργο και αυτός να γελά κάτω από το μικρό μουστακάκι του. Κι εγώ η ροκού να συγκινούμαι από τις πενιές και απ΄ το Ζαμπέτα, απ΄ τις πενιές και απ΄ το Αιγάλεω. Και να ξέρω ότι συμπληρώθηκε το κάτι που έλειπε και ότι τώρα πια είμαι Αιγαλιώτισσα. Και αν κανένας διαφωνεί τον παραπέμπω απλά στις μάνες που δεν γεννούν αλλά αναθρέφουν. Ένιωσα το Αιγάλεω να με υιοθετεί και να με κρατά στην αγκαλιά του.
Μέχρι να γυρίσουμε σπίτι σιγοτραγουδούσαμε ένα τραγούδι όχι του Ζαμπέτα αλλά και γι΄αυτόν. "Αιγαλεω σίτι, στο Ζαμπετοχώρι λατρεύουμε τη μπάλα και τις πενιές του Γιώργη… " Και τελικά και τα δυο τα λάτρευα από πριν έρθω εδώ. Δεν ξέρω πως θα ΄ρθουν τα πράγματα, πως θα τα φέρει η ζωή και αν θα μείνω ή θα φύγω από το Αιγάλεω, όπως και να’ χει είναι κομμάτι μου πια και ελπίζω να γίνω και εγώ κομμάτι του. Κι αν φύγω, όπως είπε και ο Ζαμπέτας: " πόσο θα ΄θελα να πάρω ένα κομμάτι απ΄ το Αιγάλεω μαζί μου, ένα κομμάτι που ΄χω μέσα στην ψυχή μου…" γιατί αν και τότε ήτανε τυχαία σήμερα θα ήταν σίγουρα συνειδητή επιλογή το σίτι.